- επισυναγωγή
- ἐπισυναγωγή, ή (AM) [επισυνάγω]συγκέντρωση σ’ έναν τόπο («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῡ λαοῡ», ΠΔ)2. συγκέντρωση πιστών σε τόπο λατρείαςαρχ.1. συγκέντρωση χρηματικού ποσού2. περιληπτική θέα, σύνοψη3. στον πληθ. αἱ ἐπισυναγωγαίδιαδοχικές προσθέσεις4. αστρολ. σύνοδος πλανητών.
Dictionary of Greek. 2013.